σουρλουλού

σουρλουλού
η
γυναίκα όχι αυστηρών ηθών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σουρλουλού — η, Ν 1. γυναίκα που τής αρέσει να γυρίζει στους δρόμους 2. συνεκδ. γυναίκα με επιλήψιμη ηθική και διαγωγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”